Λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω υπόθεσης όσο και τα κρινόμενα νομικά ζητήματα και ιδίως τον τρόπο και τον δικανικό συλλογισμό του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου προς επίλυση αυτών επισημαίνονται τα ακόλουθα. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναίρεσης και ειδικότερα περί αποκλεισμού της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 907 § 1 ΑΚ τίθενται τα παρακάτω. Σύμφωνα, λοιπόν, με την εν λόγω διάταξη, σε περίπτωση παροχής για παράνομο ή ανήθικο σκοπό, η βούληση του δότη ή το αντάλλαγμα που τυχόν δίνει ο λήπτης δεν δύναται να δικαιολογήσουν τη διατήρηση του πλουτισμού. Η διάταξη του άρθρου 907 § 1 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου και ορίζει ειδικά την περίπτωση της παροχής για ανήθικο σκοπό, ότι δηλαδή, μια τέτοια παροχή δεν αναζητείται αν αυτός ο ανήθικος σκοπός αφορά και τον δότη. Εν ολίγοις, η ανήθικη αιτία δεν γεννά υποχρέωση σε παροχή. Ακόμη, εάν σε εκτέλεση της ανήθικης αιτίας εκπληρωθεί η παροχή, ο δότης χάνει οριστικά τη δυνατότητα να αναζητήσει την παροχή. Η εν λόγω διάταξη έχει τη δικαιολογία της στον γνωστό κανόνα του ρωμαϊκού δικαίου πως είναι ανεπίτρεπτο να επικαλείται κανείς τη δική του ανηθικότητα («nemo auditor propriam turpitudinem allegans»). Κανείς δεν δύναται να προβάλει αξιώσεις επικαλούμενος τη δική του ανηθικότητα.
Όσον αφορά δε τη σχέση των άρθρων 178 και 179 ΑΚ προς τη διάταξη του άρθρου 907 ΑΚ πρέπει να αναφερθεί ότι η ανήθικη δικαιοπραξία αποτελεί κατά κύριο λόγο το υποσχετικό υπόβαθρο για τη μεταβίβαση της κυριότητας και για κάθε άλλη επίδοση. Επομένως, τίθεται το ζήτημα, το κατά πόσο η ακυρότητα της ενοχικής δικαιοπραξίας επηρεάζει τη δικαιοπραξία επιδόσεως και πως λειτουργεί αυτή η επιρροή. Επί των δικαιοπραξιών έχει σημασία η αρχή του αιτιώδους ή αφηρημένου των δικαιοπραξιών, η οποία διασπάται με το άρθρο 179 ΑΚ, όπου η ακυρότητα επέρχεται τόσο στην υποσχετική όσο και στην εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία εκπληρώνεται η πρώτη. Ο νομοθέτης έθεσε ηθικούς φραγμούς στην ουσία στην αυτονομία της βούλησης και προκειμένου να εμποδίσει την καταχρηστικότητας της ελευθερίας των συμβάσεων. Στην ελληνική θεωρία και νομολογία επικρατεί η άποψη ότι η εφαρμογή του 907 ΑΚ προϋποθέτει «εγκύρως γεννόμενη δικαιοπραξία», έτσι ώστε η απαίτηση του αισχροκερδούντος για τον σωζόμενο πλουτισμό να αποκλείεται μόνο όταν το αντικείμενο της παροχής είναι πράγμα κινητό. Όταν πρόκειται συγκεκριμένα για ακίνητο, η εκποιητική δικαιοπραξία είναι αιτιώδης και κατά συνέπεια άκυρη και η κυριότητα του πράγματος δεν μεταβιβάζεται στο θύμα της αισχροκέρδειας, και τότε το άρθρο 907 ΑΚ δεν εφαρμόζεται, αφού ο αισχροκερδών δεν δύναται να εγείρει αγωγή για ανήθικη αιτία. Αυτή η άποψη που αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 907 ΑΚ στην περίπτωση της άκυρης εκποιητικής δικαιοπραξίας έχει κάποια βάση, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως τότε ο αισχροκερδών έχει τη δυνατότητα παράλληλα με την αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού και να διεκδικήσει το αντικείμενο της παροχής χωρίς το άρθρο 907 ΑΚ να αποκλείει αυτή τη διεκδίκηση. Επομένως, θεωρώ πως η στενή αυτή ερμηνεία του άρθρου 907 ΑΚ που περιορίζει την εφαρμογή του στις περιπτώσεις της έγκυρης μόνο μεταβίβασης είναι de lege lata το καλύτερο δυνατό, χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι ικανοποιεί απόλυτα. Επομένως, θεωρώ ότι ο συλλογισμός του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου είναι αρκετά ικανοποιητικός ως προς την εξήγηση και των δύο λόγων αναίρεσης.